Πειρατεία στο ίντερνετ η ανάλυση του Νόμου 5179/2025 και εγγυήσεις απορρήτου σύμφωνα με το Σύνταγμα

Πριν ξεκινήσετε να διαβάζετε να πω ότι δεν είμαι δικηγόρος ή κάποιο άλλο παρεμφερές επάγγελμα με την αναζήτηση και την κοινή λογική μου έβγαλα τα παρακάτω συμπεράσματα. Αν νομίζετε είναι λάθος σε κάποια από αυτά θα χαρώ πολύ να σχολιάσετε. Τα τελευταία χρόνια όλοι λίγο πολύ έχουμε δει ότι η διαδικτυακή πειρατεία έχει εξελιχθεί ραγδαία, προκαλώντας σοβαρές οικονομικές απώλειες στις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα της συνδρομητικής τηλεόρασης και άλλων υπηρεσιών ψυχαγωγίας. Η ελληνική κυβέρνηση, όπως και πολλές χώρες της Ευρώπης την Γερμανία την Γαλλία κτλ., αναγνώρισε την ανάγκη για αυστηρότερες παρεμβάσεις στην προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων.
Με την ψήφιση του νέου νόμου 5179/2025 (ΦΕΚ Α’/26/20-2-2025) εισάγεται ένα ρηξικέλευθο μέτρο, για πρώτη φορά η ταυτοποίηση και η επιβολή κυρώσεων θα βασίζονται σε συσχέτιση των IP διευθύνσεων με τα φορολογικά στοιχεία (ΑΦΜ) των χρηστών. Το επίκεντρο της νέας ρύθμισης είναι να γίνει όχι μόνο οι διακινητές αλλά και οι τελικοί χρήστες υπόλογοι για την παράνομη πρόσβαση σε προστατευμένο περιεχόμενο.
Παραδοσιακά, οι κυρώσεις για παραβιάσεις πνευματικής ιδιοκτησίας επικεντρώνονταν στους πάροχους και στους διακινητές (π.χ. εταιρίες IPTV ή ιστότοποι που διαμοιράζουν υλικό). Ο νέος νόμος αλλάζει το τοπίο προσθέτοντας μία νέα διάσταση στους οικιακούς χρήστες με πρόστιμα μεταξύ 750 και 1.500 ευρώ σε περίπτωση παραβίασης, με τον διπλασιασμό σε υποτροπή, σε χώρους δημόσιας προβολής (π.χ. καφετέριες, ξενοδοχεία, μπαρ) πρόστιμα από 1.500 έως 3.000 ευρώ. Οικονομική εκμετάλλευση πειρατικού περιεχομένου. Εάν υπάρχει εκμετάλλευση με άμεσο οικονομικό όφελος, τα πρόστιμα μπορεί να φτάσουν από 5.000 έως 10.000 ευρώ.
Η πρακτική αυτή στοχεύει να μετατοπίσει την ευθύνη και να δημιουργήσει ένα αποτρεπτικό μήνυμα, αναγκάζοντας τους χρήστες να επιλέξουν τις νόμιμες συνδρομητικές υπηρεσίες, παρά το συχνά υψηλό κόστος τους σε μια χώρα μάλιστα όπου βρίσκετε οικονομικά σε εποχές χειρότερες από εκείνες τις κρίσης.
Η υλοποίηση της μέτρου στηρίζεται στην τεχνική παρακολούθηση της διαδικτυακής δραστηριότητας όπου η συνεργασία με τους παρόχους διαδικτύου (π.χ. Cosmote, Nova, Vodafone) συλλέγουν δεδομένα σχετικά με τις IP διευθύνσεις των συνδεδεμένων χρηστών. Στη συνέχεια με εισαγγελική εντολή και νομική βάση οι αρμόδιες αρχές (ΑΑΔΕ, Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος κλπ.) ζητούν τη συσχέτιση των IP με τα ΑΦΜ, επιτρέποντας την ταυτοποίηση του πραγματικού κατόχου της σύνδεσης. Στη συνέχεια εφαρμόζουν με Δυναμικό Μπλοκάρισμα χρησιμοποιώντας εργαλεία δυναμικού αποκλεισμού επιτρέπουν την άμεση προσαρμογή σε νέες διευθύνσεις IP που χρησιμοποιούν οι πειρατές, καθιστώντας δυνατό τον έλεγχο σε πραγματικό χρόνο.
Τι γίνετε όμως με τις Συνταγματικές προστασίες και τα προσωπικά δεδομένα;
Υπάρχει μια αντιπαράθεση με τις προστασίες του απορρήτου, δηλαδή το Σύνταγμα της Ελλάδας και οι ευρωπαϊκές ρυθμίσεις (GDPR) προστατεύουν τις προσωπικές πληροφορίες και το απόρρητο των επικοινωνιών. Η συσχέτιση της δημόσιας IP με το ΑΦΜ προβάλλει σοβαρά νομικά ζητήματα. Την παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή των πολιτών, κάθε τέτοια διαδικασία θεωρείται παρέμβαση που πρέπει να στηρίζεται σε αυστηρά νομικά κριτήρια και να γίνεται με διαφανή και ελεγχόμενο τρόπο. Έτσι ποια είναι θα μου πείτε η νομική διασφάλιση; Οι αρχές υποχρεούνται να δείξουν ότι η συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων πραγματοποιείται μόνο στο πλαίσιο της προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων και με βάση ρητά νομικά όρια, ώστε να μην αδικείται ο κάθε πολίτης.
Το νέο μέτρο λοιπόν δεν μπορεί να παραβιάζει ούτε τις ευρωπαϊκές οδηγίες ούτε τα θεμελιώδη δικαιώματα που προστατεύονται στη χώρα μας και αυτό δεν το λέω εγώ αλλά η συμβατότητα με το GDPR, η επεξεργασία δηλαδή των προσωπικών δεδομένων πρέπει να γίνεται με νόμιμο τρόπο, εξασφαλίζοντας την ελάχιστη απαραίτητη συλλογή, επεξεργασία και αποθήκευση. Όλοι οι πολίτες της χώρας πρέπει να ενημερώνονται για τα δεδομένα που συλλέγονται και να έχουν τη δυνατότητα προσφυγής σε νομικά μέσα σε περίπτωση αυθαίρετης ή λανθασμένης επεξεργασίας. Με λίγα λόγια η νομοθεσία, παρόλο που στοχεύει στην προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων, δεν μπορεί να αγνοεί τα θεμελιώδη δικαιώματα του πολίτη για το απόρρητο των επικοινωνιών (Π.χ., επιχειρήματα που έχουν εκφραστεί σε διάφορες δικαστικές αποφάσεις και συνταγματικές αναφορές).
Στην Ελλάδα υπήρξαν στο παρελθόν προσπάθειες συσχέτισης μεταδεδομένων (σύνδεση IP με όνομα ή άλλο αναγνωριστικό στοιχείο για παράδειγμα ταυτότητας κτλ.) ειδικά όταν ήταν πρωθυπουργός της χώρας ο Αντώνης Σαμαράς. Συγκεκριμένα ο τότε εισαγγελέας του Αρείου Πάγου απείλησε ευθέως το διοικητικό συμβούλιο ελληνικών παρόχων ίντερνετ με ποινική δίωξη αν δεν του παρείχαν αυτά τα στοιχεία σε περιπτώσεις παραβίασης πνευματικών δικαιωμάτων. Από την άλλη πλευρά η αρχή διασφάλισης απορρήτου επικοινωνιών υποστήριξε ότι η συσχέτιση μεταδεδομένων σε τέτοιες υποθέσεις αντιβαίνει ευθέως στην συνταγματική διάταξη απόλυτης προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών, και μάλιστα απείλησε τους παρόχους με σοβαρά πρόστιμα αν παραχωρούσαν αυτά τα στοιχεία στην εισαγγελία. Οι πάροχοι αρνήθηκαν να τα παρέχουν, η εισαγγελία κίνησε ποινική δίωξη και οι πάροχοι κέρδισαν το δικαστήριο.
Τεχνολογικές και πρακτικές προκλήσεις
Είναι η χρήση VPN, η αυξανόμενη χρήση υπηρεσιών VPN αποτελεί μία από τις κύριες αντιδράσεις στους φόβους για κρατική παρακολούθηση. Με ένα αξιόπιστο VPN κυρίως επί πληρωμή και όχι δωρεάν ο χρήστης αποκρύπτει την πραγματική του IP και προσθέτει ένα επιπλέον στρώμα κρυπτογράφησης, καθιστώντας πολύ δύσκολη την ανάθεση των δεδομένων ταυτότητας, αλλά και οι εφαρμογές Debrid συμβάλλουν στην απόκρυψη της πραγματικής κίνησης δεδομένων, καθώς δρομολογούν την κίνηση μέσω ασφαλών διακομιστών, οπότε όπως καταλαβαίνετε υπάρχουν τεχνικές δυσκολίες στην αποτελεσματική εφαρμογή. Για να μην μιλήσουμε για τα Stealth-VPN που η κατάσταση εκεί γίνετε ακόμα περιπλοκή.
Το Νομικό πλαίσιο και η επέκταση της ευθύνης
Παραδοσιακά, οι κυρώσεις για παραβιάσεις πνευματικής ιδιοκτησίας επικεντρώνονταν στους πάροχους και στους διακινητές (π.χ. εταιρίες IPTV ή ιστότοποι που διαμοιράζουν υλικό). Ο νέος νόμος αλλάζει το τοπίο προσθέτοντας μία νέα διάσταση στους οικιακούς χρήστες με πρόστιμα μεταξύ 750 και 1.500 ευρώ σε περίπτωση παραβίασης, με τον διπλασιασμό σε υποτροπή, σε χώρους δημόσιας προβολής (π.χ. καφετέριες, ξενοδοχεία, μπαρ) πρόστιμα από 1.500 έως 3.000 ευρώ. Οικονομική εκμετάλλευση πειρατικού περιεχομένου. Εάν υπάρχει εκμετάλλευση με άμεσο οικονομικό όφελος, τα πρόστιμα μπορεί να φτάσουν από 5.000 έως 10.000 ευρώ.
Η πρακτική αυτή στοχεύει να μετατοπίσει την ευθύνη και να δημιουργήσει ένα αποτρεπτικό μήνυμα, αναγκάζοντας τους χρήστες να επιλέξουν τις νόμιμες συνδρομητικές υπηρεσίες, παρά το συχνά υψηλό κόστος τους σε μια χώρα μάλιστα όπου βρίσκετε οικονομικά σε εποχές χειρότερες από εκείνες τις κρίσης.
Διαδικασία ταυτοποίησης και η σύνδεση IP – ΑΦΜ
Η υλοποίηση της μέτρου στηρίζεται στην τεχνική παρακολούθηση της διαδικτυακής δραστηριότητας όπου η συνεργασία με τους παρόχους διαδικτύου (π.χ. Cosmote, Nova, Vodafone) συλλέγουν δεδομένα σχετικά με τις IP διευθύνσεις των συνδεδεμένων χρηστών. Στη συνέχεια με εισαγγελική εντολή και νομική βάση οι αρμόδιες αρχές (ΑΑΔΕ, Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος κλπ.) ζητούν τη συσχέτιση των IP με τα ΑΦΜ, επιτρέποντας την ταυτοποίηση του πραγματικού κατόχου της σύνδεσης. Στη συνέχεια εφαρμόζουν με Δυναμικό Μπλοκάρισμα χρησιμοποιώντας εργαλεία δυναμικού αποκλεισμού επιτρέπουν την άμεση προσαρμογή σε νέες διευθύνσεις IP που χρησιμοποιούν οι πειρατές, καθιστώντας δυνατό τον έλεγχο σε πραγματικό χρόνο.
Τι γίνετε όμως με τις Συνταγματικές προστασίες και τα προσωπικά δεδομένα;
Υπάρχει μια αντιπαράθεση με τις προστασίες του απορρήτου, δηλαδή το Σύνταγμα της Ελλάδας και οι ευρωπαϊκές ρυθμίσεις (GDPR) προστατεύουν τις προσωπικές πληροφορίες και το απόρρητο των επικοινωνιών. Η συσχέτιση της δημόσιας IP με το ΑΦΜ προβάλλει σοβαρά νομικά ζητήματα. Την παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή των πολιτών, κάθε τέτοια διαδικασία θεωρείται παρέμβαση που πρέπει να στηρίζεται σε αυστηρά νομικά κριτήρια και να γίνεται με διαφανή και ελεγχόμενο τρόπο. Έτσι ποια είναι θα μου πείτε η νομική διασφάλιση; Οι αρχές υποχρεούνται να δείξουν ότι η συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων πραγματοποιείται μόνο στο πλαίσιο της προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων και με βάση ρητά νομικά όρια, ώστε να μην αδικείται ο κάθε πολίτης.
Το νέο μέτρο λοιπόν δεν μπορεί να παραβιάζει ούτε τις ευρωπαϊκές οδηγίες ούτε τα θεμελιώδη δικαιώματα που προστατεύονται στη χώρα μας και αυτό δεν το λέω εγώ αλλά η συμβατότητα με το GDPR, η επεξεργασία δηλαδή των προσωπικών δεδομένων πρέπει να γίνεται με νόμιμο τρόπο, εξασφαλίζοντας την ελάχιστη απαραίτητη συλλογή, επεξεργασία και αποθήκευση. Όλοι οι πολίτες της χώρας πρέπει να ενημερώνονται για τα δεδομένα που συλλέγονται και να έχουν τη δυνατότητα προσφυγής σε νομικά μέσα σε περίπτωση αυθαίρετης ή λανθασμένης επεξεργασίας. Με λίγα λόγια η νομοθεσία, παρόλο που στοχεύει στην προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων, δεν μπορεί να αγνοεί τα θεμελιώδη δικαιώματα του πολίτη για το απόρρητο των επικοινωνιών (Π.χ., επιχειρήματα που έχουν εκφραστεί σε διάφορες δικαστικές αποφάσεις και συνταγματικές αναφορές).
Στην Ελλάδα υπήρξαν στο παρελθόν προσπάθειες συσχέτισης μεταδεδομένων (σύνδεση IP με όνομα ή άλλο αναγνωριστικό στοιχείο για παράδειγμα ταυτότητας κτλ.) ειδικά όταν ήταν πρωθυπουργός της χώρας ο Αντώνης Σαμαράς. Συγκεκριμένα ο τότε εισαγγελέας του Αρείου Πάγου απείλησε ευθέως το διοικητικό συμβούλιο ελληνικών παρόχων ίντερνετ με ποινική δίωξη αν δεν του παρείχαν αυτά τα στοιχεία σε περιπτώσεις παραβίασης πνευματικών δικαιωμάτων. Από την άλλη πλευρά η αρχή διασφάλισης απορρήτου επικοινωνιών υποστήριξε ότι η συσχέτιση μεταδεδομένων σε τέτοιες υποθέσεις αντιβαίνει ευθέως στην συνταγματική διάταξη απόλυτης προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών, και μάλιστα απείλησε τους παρόχους με σοβαρά πρόστιμα αν παραχωρούσαν αυτά τα στοιχεία στην εισαγγελία. Οι πάροχοι αρνήθηκαν να τα παρέχουν, η εισαγγελία κίνησε ποινική δίωξη και οι πάροχοι κέρδισαν το δικαστήριο.
Τεχνολογικές και πρακτικές προκλήσεις
Είναι η χρήση VPN, η αυξανόμενη χρήση υπηρεσιών VPN αποτελεί μία από τις κύριες αντιδράσεις στους φόβους για κρατική παρακολούθηση. Με ένα αξιόπιστο VPN κυρίως επί πληρωμή και όχι δωρεάν ο χρήστης αποκρύπτει την πραγματική του IP και προσθέτει ένα επιπλέον στρώμα κρυπτογράφησης, καθιστώντας πολύ δύσκολη την ανάθεση των δεδομένων ταυτότητας, αλλά και οι εφαρμογές Debrid συμβάλλουν στην απόκρυψη της πραγματικής κίνησης δεδομένων, καθώς δρομολογούν την κίνηση μέσω ασφαλών διακομιστών, οπότε όπως καταλαβαίνετε υπάρχουν τεχνικές δυσκολίες στην αποτελεσματική εφαρμογή. Για να μην μιλήσουμε για τα Stealth-VPN που η κατάσταση εκεί γίνετε ακόμα περιπλοκή.
- Δυναμική Εναλλαγή IP: Οι πειρατικές πλατφόρμες συχνά χρησιμοποιούν τεχνικές που επιτρέπουν την ταχεία αλλαγή IP διευθύνσεων (μέσω CGNAT ή άλλων τεχνικών), καθιστώντας την πλήρη παρακολούθηση και συσχέτιση με το ΑΦΜ ιδιαίτερα απαιτητική.
- Ανακολουθία Δεδομένων: Η συνεχής ροή (streaming) δεν δημιουργεί σταθερό αντίγραφο του υλικού, γεγονός που δυσχεραίνει περαιτέρω τη διαδικασία τεκμηρίωσης της παράνομης δραστηριότητας, σε αντίθεση με το torrenting όπου δημιουργείται ολοκληρωμένο αντίγραφο.
Κοινωνικές επιπτώσεις και ηθικές διαστάσεις
Η νέα νομοθεσία προβάλλει την ισοπέδωση των ευθυνών μεταξύ των χρηστών που απλά καταναλώνουν παράνομο περιεχόμενο και εκείνων που το διακινούν για οικονομικό όφελος.
Παρά το γεγονός ότι ο χρήστης που παρακολουθεί πειρατικό περιεχόμενο δεν αποκομίζει άμεσο οικονομικό όφελος, η νομική σύγκριση με τους διακινητές (που κερδίζουν από την παράνομη δραστηριότητα) εγείρει ηθικές συζητήσεις για την αναλογικότητα της τιμολόγησης και των προστίμων.
Αποτρεπτικό μέτρο ή εκφοβισμός; Η απειλή των αυστηρών προστίμων (έως και 10.000 ευρώ σε περιπτώσεις εκμετάλλευσης με οικονομικό όφελος) έχει ως στόχο να αποτρέψει την πειρατεία, ωστόσο μπορεί να ερμηνευτεί ως μέτρο εκφοβισμού που θα ωθήσει τους χρήστες να στραφούν αποκλειστικά στις νόμιμες υπηρεσίες, ακόμη και αν αυτές είναι οικονομικά ανεπαρκείς για πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Η προστασία των πολιτικών ελευθεριών και απόρρητου
Η κρατική παρακολούθηση, αν επεκταθεί χωρίς σαφή νομικά όρια, κινδυνεύει να υπονομεύσει τις βασικές πολιτικές ελευθερίες των πολιτών. Η πολιτεία πρέπει πάντοτε να ενεργεί με βάση τα θεμελιώδη δικαιώματα που προστατεύονται από το Σύνταγμα.
Εν τέλη η αλήθεια, με βάση το Σύνταγμα και τους νόμους με τη νέα νομοθεσία 5179/2025 να αποτελεί ένα ρηξικέλευθο βήμα για την αντιμετώπιση της διαδικτυακής πειρατείας στην Ελλάδα, καθώς εισάγει την υποχρέωση ταυτοποίησης των χρηστών με βάση τη συσχέτιση των IP διευθύνσεων με τα ΑΦΜ τους. Ενώ η πρόθεση είναι να προστατευτούν τα πνευματικά δικαιώματα και να αποτραπεί η παράνομη διακίνηση ψηφιακού περιεχομένου, πρέπει όμως να τονιστεί ότι, κάθε προσπάθεια επέμβασης στο απόρρητο και στα προσωπικά δεδομένα των πολιτών πρέπει να συμμορφώνεται αυστηρά με το Σύνταγμα (Συνταγματική προστασία) και το GDPR.
Δεν μπορεί να υπάρξει παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ακόμη και για την προστασία των δικαιωμάτων των δημιουργών. Η εφαρμογή των μέτρων αυτών απαιτεί εξαιρετικά αυστηρή τεκμηρίωση και σαφείς διαδικασίες προσφυγής, ώστε να μην πέφτουν πρόστιμα σε αθώους χρήστες λόγω τεχνικών σφαλμάτων ή ανεπαρκούς συλλογής δεδομένων δηλαδή αποφυγή αυθαίρετων κυρώσεων.
Οι τεχνικές μέθοδοι (VPN, debrid υπηρεσίες, δυναμική αλλαγή IP) αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την προστασία του χρήστη, αλλά ταυτόχρονα θέτουν ερωτήματα για την πρακτική εφαρμογή και τον εντοπισμό κατά παραβάσεων. Ο διχασμός μεταξύ τελικών χρηστών και διακινητών και η πιθανή υπερβολική επιβολή προστίμων εγείρει την ανάγκη για μια προσέγγιση που διατηρεί την αναλογικότητα και την δικαιοσύνη, χωρίς να μετατρέπεται η κρατική παρακολούθηση σε μέσο εκφοβισμού.
Τέλος, όπως έχει σταθεί επανειλημμένως τόσο από νομικούς όσο και από δικαστικές αρχές, «Κανείς πολίτης και κανένας πολιτικός δεν είναι πάνω από το νόμο». Η εφαρμογή των μέτρων θα πρέπει να γίνεται με πλήρη διαφάνεια και σεβασμό προς τα θεμελιώδη δικαιώματα, ενώ παράλληλα θα αποτελέσει ένα κρίσιμο βήμα για την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων σε ένα συνεχώς εξελισσόμενο ψηφιακό περιβάλλον.
Οι τεχνικές μέθοδοι (VPN, debrid υπηρεσίες, δυναμική αλλαγή IP) αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την προστασία του χρήστη, αλλά ταυτόχρονα θέτουν ερωτήματα για την πρακτική εφαρμογή και τον εντοπισμό κατά παραβάσεων. Ο διχασμός μεταξύ τελικών χρηστών και διακινητών και η πιθανή υπερβολική επιβολή προστίμων εγείρει την ανάγκη για μια προσέγγιση που διατηρεί την αναλογικότητα και την δικαιοσύνη, χωρίς να μετατρέπεται η κρατική παρακολούθηση σε μέσο εκφοβισμού.
Τέλος, όπως έχει σταθεί επανειλημμένως τόσο από νομικούς όσο και από δικαστικές αρχές, «Κανείς πολίτης και κανένας πολιτικός δεν είναι πάνω από το νόμο». Η εφαρμογή των μέτρων θα πρέπει να γίνεται με πλήρη διαφάνεια και σεβασμό προς τα θεμελιώδη δικαιώματα, ενώ παράλληλα θα αποτελέσει ένα κρίσιμο βήμα για την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων σε ένα συνεχώς εξελισσόμενο ψηφιακό περιβάλλον.