Γαστραφέτης ο πρώτος καταπέλτης
Ο Γαστραφέτης (απο το Αρχ. γαστήρ = κοιλιά + και αφέτης) ήταν ένα είδος τόξου που μοιάζει με αυτό που χρησιμοποιούσαν στο μεσαίωνα την βαλλίστρα(crossbow) είναι ο παλαιότερος καταπέλτης, που δεν είναι σίγουρο ότι τον εφηύρε ο στρατηγός και μηχανικός Αρχύτας ο Ταραντίνος, ήταν λοιπόν ένας κοιλιακός καταπέλτης δηλαδή ο χειριστής του τόξου για να το οπλίσει το τοποθετούσε στο στομάχι του και η άλλη άκρη είχε επαφή με το έδαφος και πιέζοντας με το βάρος του σώματος τον όλκο τέντωνε την χορδή.
Ήταν ένα ισχυρό όπλο το οποίο διαπερνούσε τις ασπίδες των αντιπάλων και βεληνεκές πάνω από 200 μέτρα αλλά δεν χρησιμοποιήθηκε και τόσο στις μάχες γιατί υπήρχε η συγκεκριμένη δεοντολογία των αρχαίων Ελλήνων ότι στην μάχη πρέπει να έχεις το Θάρρος την Τιμή και την Ανδρεία,το Δίκαιο του Αγώνα και με ένα τέτοιο ισχυρό όπλο αυτά δεν θα είχαν καμία αξία γιατί με αυτό ή νίκη ήταν σχεδόν εξασφαλισμένη.
Μπορούσε οποιοσδήποτε να εκπαιδευτή σε αυτό μέσα σε λίγες εβδομάδες και να καταφέρει να σκοτώσει στη μάχη πολλούς αντιπάλους.
Ήταν ένα ευκαπτο τόξο όπως και όλα τα άλλα τόξα που υπήρχαν τότε αλλά όχι πολύ. Υπήρχε μια ξύλινη θήκη στην οποία υπήρχαν και δύο πριονωτές σανίδες στα πλαϊνά. Η θήκη αυτή είχε το σχήμα της χελιδονοουράς έτσι ώστε να γλιστρά με ασφάλεια το βέλος. Υπήρχε στα πλαϊνά της μέσω αρθρώσεων δύο μικρά στελέχη («κόρακες» ή «επίσχεστρα») που κλείδωναν όταν όπλιζε στις πριονωτές σανίδες. Στο πάνω μέρος της είχε μια ημικυκλική αύλακα όπου εκεί τοποθετούνταν το βέλος. Στο πίσω μέρος έφερε το μηχανισμό μανδάλωσης και απομανδάλωσης. Αυτός αποτελούνταν από μια αρθρωμένη σε δύο ορθοστάτες μεταλλική αρπάγη («κατακλείς») με δύο δόντια που συγκρατούσαν τη χορδή του τόξου και από μια περιστρεφόμενη χειριστήρια ράβδο («σχαστηρία») που ασφάλιζε ή απελευθέρωνε την αρπάγη.
Η εξέλιξη αργότερα αυτού του όπλου ήταν σε μια σταθερή ξύλινη βάση όπου έριχνε δύο βέλη μαζί με μεγάλη αντίσταση στο τέντωμα και γι' αυτό ο όλκος τραβιόταν πίσω με την βοήθεια τροχαλίας.
Ήταν ένα ευκαπτο τόξο όπως και όλα τα άλλα τόξα που υπήρχαν τότε αλλά όχι πολύ. Υπήρχε μια ξύλινη θήκη στην οποία υπήρχαν και δύο πριονωτές σανίδες στα πλαϊνά. Η θήκη αυτή είχε το σχήμα της χελιδονοουράς έτσι ώστε να γλιστρά με ασφάλεια το βέλος. Υπήρχε στα πλαϊνά της μέσω αρθρώσεων δύο μικρά στελέχη («κόρακες» ή «επίσχεστρα») που κλείδωναν όταν όπλιζε στις πριονωτές σανίδες. Στο πάνω μέρος της είχε μια ημικυκλική αύλακα όπου εκεί τοποθετούνταν το βέλος. Στο πίσω μέρος έφερε το μηχανισμό μανδάλωσης και απομανδάλωσης. Αυτός αποτελούνταν από μια αρθρωμένη σε δύο ορθοστάτες μεταλλική αρπάγη («κατακλείς») με δύο δόντια που συγκρατούσαν τη χορδή του τόξου και από μια περιστρεφόμενη χειριστήρια ράβδο («σχαστηρία») που ασφάλιζε ή απελευθέρωνε την αρπάγη.
Η εξέλιξη αργότερα αυτού του όπλου ήταν σε μια σταθερή ξύλινη βάση όπου έριχνε δύο βέλη μαζί με μεγάλη αντίσταση στο τέντωμα και γι' αυτό ο όλκος τραβιόταν πίσω με την βοήθεια τροχαλίας.